τριχομονάδωση

τριχομονάδωση
η, Ν
1. ιατρ. σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα που προκαλείται από το μαστιγοφόρο πρωτόζωο Trichomonas vaginalis και που ήταν γνωστό παλαιότερα και με τις ονομασίες τριχομοναδίαση ή τριχομονίαση
2. (κτην.) γενική ονομασία παρασιτικών νόσων που προκαλούνται στα κατοικίδια ζώα από διάφορα είδη τριχομονάδων (α. «τριχομονάδωση τών βοοειδών» — γενετήσια νόσος που προκαλείται από το μαστιγοφόρο παράσιτο πρωτόζωο Trichomonas foetus
β. «τριχομονάδωση τών πτηνών» — ελκώδης εντερίτιδα τών πουλερικών που προκαλείται από το παράσιτο μαστιγοφόρο πρωτόζωο Trichomonas gallinarum).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + μονάς, -άδος + κατάλ. -ωση*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τριχομονάδα — και λόγιος τ. τριχομονάς, άδος, η, Ν ζωολ. γένος παρασιτικών μαστιγοφόρων πρωτοζώων τής τάξης τριχομονάδες, τα οποία είναι παράσιτα εντόμων, μαλακίων, σκωλήκων, ιχθύων, βατράχων, ερπετών, πτηνών και θηλαστικών, καθώς και τού ανθρώπου, και… …   Dictionary of Greek

  • τριχομονίαση — η, Ν η τριχομονάδωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trichomoniasis < trichomonas (πρβλ. τριχομονάδα) + iasis (< ίασις / ίαση*)] …   Dictionary of Greek

  • παρασιτικές ασθένειες — (Ιατρ.). Ασθένειες του ανθρώπου και των ζώων οι οποίες προκαλούνται από μονοκύτταρα πρωτόζωα, σκουλήκια, τσιμπούρια και μερικά αρθρόποδα. Ανάλογα με τον τύπο του αιτιολογικού παράγοντα, διαιρούνται σε πρωτοζωιάσεις (πρωτοζωικοί αιτιολογικοί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”